ξαναμμένος

ξαναμμένος
η , ο
1) разгорячённый, возбуждённый; раздражённый; 2) растравленный, воспалённый (о ране)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαναμμένος" в других словарях:

  • ξαναμμένος — η, ο βλ. ξανάβω …   Dictionary of Greek

  • ξανάβω — και ξανάφτω 1. ανάβω εκ νέου 2. ερεθίζω, φλογίζω 3. διεγείρω, εξάπτω («τόν ξάναψε η συζήτηση») 4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, η, ο αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ανάβω …   Dictionary of Greek

  • φλογοιδούμαι — έομαι, Μ είμαι ξαναμμένος και πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ξανάβω — ξανάβω, ξάναψα, ξαναμμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξανάβω — και ξανάφτω ξάναψα, ξαναμμένος 1. μτβ., ανάβω. 2. για τραύματα, πληγές, ερεθίζω, φλογίζω: Ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι. 3. αμτβ., ερεθίζομαι, φλογίζομαι: Μην ξύνεις την πληγή σου, γιατί ξανάφτει. 4. μτφ., ξεσηκώνω, ξεσηκώνομαι, εξάπτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»